αντεμπρησμός

αντεμπρησμός
ο
1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών
2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”